- ἀζηλία
- ἀζηλία, ἡ,A simplicity of style, freedom from mannerisms, v.l. in Plu.Lyc.21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀζηλία — ἀζηλίᾱ , ἀζηλία simplicity fem nom/voc/acc dual ἀζηλίᾱ , ἀζηλία simplicity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αζηλία — η (Α ἀζηλία) [ἄζηλος] νεοελλ. έλλειψη ζήλου, κλίσεως σε κάτι αρχ. 1. η έλλειψη ζήλειας ή φθόνου 2. (για ύφος) έλλειψη επιτηδεύσεως, απλότητα … Dictionary of Greek
ἀζηλίας — ἀζηλίᾱς , ἀζηλία simplicity fem acc pl ἀζηλίᾱς , ἀζηλία simplicity fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζηλίαν — ἀζηλίᾱν , ἀζηλία simplicity fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άζηλος — και άζουλος η, ο (Α ἄζηλος, ον) ο μη αξιοζήλευτος, αυτός που δεν τόν ζηλεύει κανείς νεοελλ. αυτός που δεν έχει ζήλο, κλίση σε κάτι αρχ. 1. αυτός που δεν έχει μεγάλη αξία, ο μη αξιόλογος 2. δυστυχής, θλιβερός, καταθλιπτικός («ἄζηλον γῆρας») 3.… … Dictionary of Greek